Η αναστολή της ποινής, αποτελεί έναν σημαντικότατο θεσμό για την ποινική δικαιοσύνη, διότι με αυτόν, εξασφαλίζεται αφενός μεν για τον κατηγορούμενο η ελευθερία του, αφετέρου δε, ο θεσμός συμβάλλει στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης, υπό την έννοια της αποτροπής του δράστη από το ενδεχόμενο τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων.
Η έννοια της αναστολής στην ποινική δικαιοσύνη, συναντάται σε δύο περιπτώσεις. Στην περίπτωση του άρθρου 99 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, όπου αφορά την αναστολή της ποινής κατά κύριο λόγο των πλημμελημάτων, αλλά και στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινική Δικονομίας, όπου αφορά στην αναστολή της ποινής ενόψει της έφεσης, η οποία αφορά σε πλημμελήματα και κακουργήματα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί η περίπτωση του άρθρου 99 επ. του Ποινικού Κώδικα, ήτοι οι περιπτώσεις αναστολής της ποινής στα πλημμελήματα. Η δεύτερη περίπτωση, της αναστολής της ποινής ενόψει της έφεσης, θα εξεταστεί σε επόμενο, αυτοτελές άρθρο.
Με τον Ν.5090/2024, ο οποίος ισχύει από την 01.05.2024, επήλθε μεταρρύθμιση σε πλείστες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής δικονομίας, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Μεταξύ των ραγδαίων αυτών αλλαγών δια των οποίων αυστηροποιήθηκαν (σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) μια σειρά ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών διατάξεων, επήλθαν τροποποιήσεις και στις διατάξεις για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατ’ άρθρο 99 επ. ΠΚ.
Δυστυχώς, ο θεσμός της αναστολής, ο οποίος τύγχανε εφαρμογής κατά κανόνα, πλέον αποτελεί την εξαίρεση. Για το λόγο αυτό, καθίσταται πλέον ΑΝΑΓΚΑΙΑ, η υποστήριξη του κατηγορουμένου, ακόμη και για ελαφρά πλημμελήματα από έναν έμπειρο ποινικολόγο για την αναστολή της ποινής και εν γένει για τη διακοπή της ποινής από τον κίνδυνο εκτέλεσης της. Η σωστή υπερασπιστική γραμμή σε συνδυασμό με την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση ενός καλού ποινικολόγου στην Αθήνα, ο οποίος θα εντοπίσει και θα καταδείξει τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα προς όφελος του κατηγορουμένου, είναι η βάση μιας επιτυχημένης έκβασης της υπόθεσης, αποτρέποντας τον κίνδυνο της φυλάκισης.
Συναφώς, η επιχειρηματολογία από έναν εξειδικευμένο ποινικολόγο σχετικά με το διαχρονικό δίκαιο, ήτοι του ζητήματος της εφαρμογής στην κάθε υπόθεση της ευμενέστερης νομοθεσίας κατ΄άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα υπέρ του κατηγορουμένου, αποτελεί το σημαντικότερο όπλο του κατηγορουμένου, ώστε στην περίπτωση του, να μην ισχύσουν οι περιορισμοί οι οποίοι εισήχθησαν με τον νέο νόμο (έναρξη ισχύος από 01.05.2024) και έτσι, η όποια επιβληθείσα ποινή να ανασταλεί ανεξαρτήτως προϋποθέσεων και περιορισμών.
Ο θεσμός της αναστολής της ποινής:
Η δικαιολογητική βάση του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, είναι από τη μια, η χορήγηση μιας δεύτερης ευκαιρίας στον πρωτόπειρο εγκληματία και από την άλλη, η αποφυγή συγχρώτισης του, με έτερους κρατούμενους και εμπειρότερους εγκληματίες.
Συνάγεται από τα ανωτέρω λοιπόν, ότι ο εν λόγω θεσμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, τόσο από ποινικής όσο και από κοινωνικής άποψης, μιας και χορηγεί μια δεύτερη ευκαιρία στον εκάστοτε καταδικασθέντα και συμβάλλει στον σωφρονισμό αυτού, δια της απειλούμενης (επικείμενης) φυλάκισης του, όταν πλέον δεν θα πληροί τις προϋποθέσεις της αναστολής.
Το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, διασαφηνίζεται ευκρινώς στην υπ’ αριθμόν 99 διάταξη του Νέου Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει και αφορά κατά βάση σε ποινέςφυλάκισης έως ενός (1) έτους.
Ως αναστολή της ποινής νοείται η μη έκτιση της ποινής στη φυλακή, με σκοπό να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στον «πρωτόπειρο» εγκληματία, προκειμένου αυτός να μην εγκληματήσει ξανά, αλλά τουναντίον, να σωφρονιστεί, επανερχόμενος στο δρόμο της νομιμότητας αλλά και να επανενταχθεί στην κοινωνική ζωή. Αποτελεί εν γένει έναν συμπληρωματικό τρόπο διαχείρισης του δράστη, τρίτο κατά τη σειρά εξέτασης των ζητημάτων εκτέλεσης της ποινής (από πρωταρχικός που υπήρξε προ της τροποποίησης της διάταξης), μαζί με την μετατροπή της ποινής σε χρήμα ή σε κοινωφελή εργασία.
Έτσι, το δικαστήριο, μετά την απαγγελία της απόφασης, εξετάζει αρχικώς τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Ωστόσο, με την κατάλληλη υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου, μπορεί να εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 99 κατά την οποία «Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία (1) ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή».
Η χορήγηση της ανωτέρω αναστολής, δύναται να εξαρτηθεί από όρους τους οποίους θα θέσει το δικαστήριο. Τέτοιοι όροι, μπορούν να είναι
η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος,
η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα (1) έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης,
η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς,
η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων,
η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα,
η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής,
η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα,
η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα.
Οι ανωτέρω όροι, δύναται να αρθούν ή να τροποποιηθούν, με αίτηση του καταδικασθέντος είτε του εισαγγελέως.
Έτσι, εάν ελλείπουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής, η ποινή δύναται είτε να μετατραπεί σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τα παραπάνω, να επιβληθεί η μερική έκτιση της ποινής, ως ρητώς αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου ο καταδικασθείς παραβιάσει τους όρους υπό τους οποίους χορηγείται η αναστολή:
Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80Α ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α, β) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.
Τι συμβαίνει όταν επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους και έως τρία έτη.
Στην περίπτωση όπου κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει πως δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Ο χρόνος αναστολής για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη.
Τι συμβαίνει όταν επιβληθεί ποινή από τρία έως πέντε έτη.
Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα. Αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα πως η έκτιση μέρους της ποινής αρκεί για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων διατάζει α) την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής που δεν είναι κατώτερη του ενός πέμπτου (1/5) ούτε ανώτερη των τριών δεκάτων (3/10) και β) την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.
Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων μετά από την έκτιση μέρους της ποινής το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, γ) να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής που ανεστάλη. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν.
Με τη νέα διάταξη αξίζει να σημειωθεί πως περιορίζεται το εύρος των ποινών στις οποίες χωρεί αναστολή. Ειδικότερα, υπό το νομοθετικό καθεστώς προ της 01.05.2024, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγούνταν για επιβληθείσες ποινές έως τριών (3) ετών. Πλέον, με την τροποποίηση του άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, η αναστολή εκτέλεσης χορηγείται όταν η επιβληθείσα ποινή είναι έως ένα (1) έτος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακυρώνεται αυτόματα ο χαρακτήρας σωφρονισμού της αναστολής και μειώνει την ψαλίδα των πρωτόπειρων εγκληματιών, αμβλύνοντας την προγενέστερη καταδίκη των 3 ετών πλέον σε ένα έτος. Ακόλουθα εν μέσω της διατύπωσης του άρθρου 99 πως «το δικαστήριο δύναται να αναστείλει την ποινή… αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων», προκύπτει πως ο κανόνας πλέον, είναι η εκτέλεση της ποινής, ενώ η αναστολή αποτελεί την εξαίρεση. Προκειμένου δε να χορηγηθεί η αναστολή, θα πρέπει το δικαστήριο να αιτιολογήσει ΕΙΔΙΚΩΣ πως και για ποιο λόγο η εκτέλεση της ποινής ΔΕΝ είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο να τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου μέσα στην περίοδο της αναστολής, επιβληθεί νέα καταδίκη από έτερο ποινικό δικαστήριο για άλλη υπόθεση:
Στην περίπτωση όπου κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι σε στερητική της ελευθερίας ποινή για έγκλημα δόλου που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου αποδειχθεί ότι ο καταδικασθείς δεν είχε της προϋποθέσεις για να λάβει την αναστολή:
Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.
Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη, για έγκλημα που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η ποινή που επιβλήθηκε με μία (1) ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά το ένα (1) έτος, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.
Με τον ισχύοντα πλέον ποινικό κώδικα προκύπτει ευκρινώς μια γενικευμένη και άκριτη αυστηροποίηση, η οποία οδηγεί στην φυλακή ακόμα και για χαμηλής απαξίας πλημμελήματα.
Για το λόγο αυτό, καθίσταται πλέον ΑΝΑΓΚΑΙΑ, η υποστήριξη του κατηγορουμένου, ακόμη και για ελαφρά πλημμελήματα από έναν έμπειρο ποινικολόγο για την αναστολή της ποινής και εν γένει για τη διακοπή της ποινής από τον κίνδυνο εκτέλεσης της. Η σωστή υπερασπιστική γραμμή σε συνδυασμό με την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση ενός καλού ποινικολόγου στην Αθήνα, ο οποίος θα εντοπίσει και θα καταδείξει τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα προς όφελος του κατηγορουμένου, είναι η βάση μιας επιτυχημένης έκβασης της υπόθεσης.
Συναφώς, η επιχειρηματολογία ενός έμπειρου ποινικολόγου σχετικά με το διαχρονικό δίκαιο, ήτοι του ζητήματος της εφαρμογής στην κάθε υπόθεση της ευμενέστερης νομοθεσίας κατ΄άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα υπέρ του κατηγορουμένου, αποτελεί το σημαντικότερο όπλο του κατηγορουμένου, ώστε στην περίπτωση του, να μην ισχύσουν οι περιορισμοί οι οποίοι εισήχθησαν με τον νέο νόμο (έναρξη ισχύος από 01.05.2024) και έτσι, η όποια επιβληθείσα ποινή να ανασταλεί ανεξαρτήτως προϋποθέσεων και περιορισμών.
Το δικηγορικό μας γραφείο, με τη μακροσκελή διαχείριση ποινικών υποθέσεων πάσης φύσεως, με τους έμπειρους και εξειδικευμένους συνεργάτες που το πλαισιώνουν και με επικεφαλής την ποινικολόγο Αναστασία Β. Κερχανατζίδου, υπ Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, αναλαμβάνει υπεύθυνα και αξιόπιστα τη υπεράσπιση των εντολέων του σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία. Στόχος μας είναι η διαφύλαξη και πιστή τήρηση των δικαιωμάτων των εντολέων μας και η αποφυγή άδικων ή άστοχων αποφάσεων σε βάρος τους. Ταυτόχρονα, μεριμνούμε για τη δικαίωση του παθόντος, δια της σύνταξης μηνύσεως – εγκλήσεως, για τελεσθέντα σε βάρος των εντολέων μας, παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας και της σύνταξης αγωγών διεκδίκησης σχετικής αποζημίωσης. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 210 5155994, 211 0131115, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.
Η αναστολή της ποινής, αποτελεί έναν σημαντικότατο θεσμό για την ποινική δικαιοσύνη, διότι με αυτόν, εξασφαλίζεται αφενός μεν για τον κατηγορούμενο η ελευθερία του, αφετέρου δε, ο θεσμός συμβάλλει στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης, υπό την έννοια της αποτροπής του δράστη από το ενδεχόμενο τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων.
Η έννοια της αναστολής στην ποινική δικαιοσύνη, συναντάται σε δύο περιπτώσεις. Στην περίπτωση του άρθρου 99 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, όπου αφορά την αναστολή της ποινής κατά κύριο λόγο των πλημμελημάτων, αλλά και στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινική Δικονομίας, όπου αφορά στην αναστολή της ποινής ενόψει της έφεσης, η οποία αφορά σε πλημμελήματα και κακουργήματα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί η περίπτωση του άρθρου 99 επ. του Ποινικού Κώδικα, ήτοι οι περιπτώσεις αναστολής της ποινής στα πλημμελήματα. Η δεύτερη περίπτωση, της αναστολής της ποινής ενόψει της έφεσης, θα εξεταστεί σε επόμενο, αυτοτελές άρθρο.
Με τον Ν.5090/2024, ο οποίος ισχύει από την 01.05.2024, επήλθε μεταρρύθμιση σε πλείστες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής δικονομίας, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Μεταξύ των ραγδαίων αυτών αλλαγών δια των οποίων αυστηροποιήθηκαν (σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) μια σειρά ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών διατάξεων, επήλθαν τροποποιήσεις και στις διατάξεις για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατ’ άρθρο 99 επ. ΠΚ.
Δυστυχώς, ο θεσμός της αναστολής, ο οποίος τύγχανε εφαρμογής κατά κανόνα, πλέον αποτελεί την εξαίρεση. Για το λόγο αυτό, καθίσταται πλέον ΑΝΑΓΚΑΙΑ, η υποστήριξη του κατηγορουμένου, ακόμη και για ελαφρά πλημμελήματα από έναν έμπειρο ποινικολόγο για την αναστολή της ποινής και εν γένει για τη διακοπή της ποινής από τον κίνδυνο εκτέλεσης της. Η σωστή υπερασπιστική γραμμή σε συνδυασμό με την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση ενός καλού ποινικολόγου στην Αθήνα, ο οποίος θα εντοπίσει και θα καταδείξει τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα προς όφελος του κατηγορουμένου, είναι η βάση μιας επιτυχημένης έκβασης της υπόθεσης, αποτρέποντας τον κίνδυνο της φυλάκισης.
Συναφώς, η επιχειρηματολογία από έναν εξειδικευμένο ποινικολόγο σχετικά με το διαχρονικό δίκαιο, ήτοι του ζητήματος της εφαρμογής στην κάθε υπόθεση της ευμενέστερης νομοθεσίας κατ΄άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα υπέρ του κατηγορουμένου, αποτελεί το σημαντικότερο όπλο του κατηγορουμένου, ώστε στην περίπτωση του, να μην ισχύσουν οι περιορισμοί οι οποίοι εισήχθησαν με τον νέο νόμο (έναρξη ισχύος από 01.05.2024) και έτσι, η όποια επιβληθείσα ποινή να ανασταλεί ανεξαρτήτως προϋποθέσεων και περιορισμών.
Ο θεσμός της αναστολής της ποινής:
Η δικαιολογητική βάση του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, είναι από τη μια, η χορήγηση μιας δεύτερης ευκαιρίας στον πρωτόπειρο εγκληματία και από την άλλη, η αποφυγή συγχρώτισης του, με έτερους κρατούμενους και εμπειρότερους εγκληματίες.
Συνάγεται από τα ανωτέρω λοιπόν, ότι ο εν λόγω θεσμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, τόσο από ποινικής όσο και από κοινωνικής άποψης, μιας και χορηγεί μια δεύτερη ευκαιρία στον εκάστοτε καταδικασθέντα και συμβάλλει στον σωφρονισμό αυτού, δια της απειλούμενης (επικείμενης) φυλάκισης του, όταν πλέον δεν θα πληροί τις προϋποθέσεις της αναστολής.
Το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, διασαφηνίζεται ευκρινώς στην υπ’ αριθμόν 99 διάταξη του Νέου Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει και αφορά κατά βάση σε ποινές φυλάκισης έως ενός (1) έτους.
Ως αναστολή της ποινής νοείται η μη έκτιση της ποινής στη φυλακή, με σκοπό να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στον «πρωτόπειρο» εγκληματία, προκειμένου αυτός να μην εγκληματήσει ξανά, αλλά τουναντίον, να σωφρονιστεί, επανερχόμενος στο δρόμο της νομιμότητας αλλά και να επανενταχθεί στην κοινωνική ζωή. Αποτελεί εν γένει έναν συμπληρωματικό τρόπο διαχείρισης του δράστη, τρίτο κατά τη σειρά εξέτασης των ζητημάτων εκτέλεσης της ποινής (από πρωταρχικός που υπήρξε προ της τροποποίησης της διάταξης), μαζί με την μετατροπή της ποινής σε χρήμα ή σε κοινωφελή εργασία.
Έτσι, το δικαστήριο, μετά την απαγγελία της απόφασης, εξετάζει αρχικώς τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Ωστόσο, με την κατάλληλη υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου, μπορεί να εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 99 κατά την οποία «Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία (1) ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή».
Η χορήγηση της ανωτέρω αναστολής, δύναται να εξαρτηθεί από όρους τους οποίους θα θέσει το δικαστήριο. Τέτοιοι όροι, μπορούν να είναι
Οι ανωτέρω όροι, δύναται να αρθούν ή να τροποποιηθούν, με αίτηση του καταδικασθέντος είτε του εισαγγελέως.
Έτσι, εάν ελλείπουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής, η ποινή δύναται είτε να μετατραπεί σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τα παραπάνω, να επιβληθεί η μερική έκτιση της ποινής, ως ρητώς αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου ο καταδικασθείς παραβιάσει τους όρους υπό τους οποίους χορηγείται η αναστολή:
Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80Α ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α, β) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.
Τι συμβαίνει όταν επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους και έως τρία έτη.
Στην περίπτωση όπου κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει πως δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Ο χρόνος αναστολής για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη.
Τι συμβαίνει όταν επιβληθεί ποινή από τρία έως πέντε έτη.
Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα. Αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα πως η έκτιση μέρους της ποινής αρκεί για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων διατάζει α) την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής που δεν είναι κατώτερη του ενός πέμπτου (1/5) ούτε ανώτερη των τριών δεκάτων (3/10) και β) την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.
Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων μετά από την έκτιση μέρους της ποινής το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, γ) να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής που ανεστάλη. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν.
Με τη νέα διάταξη αξίζει να σημειωθεί πως περιορίζεται το εύρος των ποινών στις οποίες χωρεί αναστολή. Ειδικότερα, υπό το νομοθετικό καθεστώς προ της 01.05.2024, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγούνταν για επιβληθείσες ποινές έως τριών (3) ετών. Πλέον, με την τροποποίηση του άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, η αναστολή εκτέλεσης χορηγείται όταν η επιβληθείσα ποινή είναι έως ένα (1) έτος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακυρώνεται αυτόματα ο χαρακτήρας σωφρονισμού της αναστολής και μειώνει την ψαλίδα των πρωτόπειρων εγκληματιών, αμβλύνοντας την προγενέστερη καταδίκη των 3 ετών πλέον σε ένα έτος. Ακόλουθα εν μέσω της διατύπωσης του άρθρου 99 πως «το δικαστήριο δύναται να αναστείλει την ποινή… αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων», προκύπτει πως ο κανόνας πλέον, είναι η εκτέλεση της ποινής, ενώ η αναστολή αποτελεί την εξαίρεση. Προκειμένου δε να χορηγηθεί η αναστολή, θα πρέπει το δικαστήριο να αιτιολογήσει ΕΙΔΙΚΩΣ πως και για ποιο λόγο η εκτέλεση της ποινής ΔΕΝ είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο να τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου μέσα στην περίοδο της αναστολής, επιβληθεί νέα καταδίκη από έτερο ποινικό δικαστήριο για άλλη υπόθεση:
Στην περίπτωση όπου κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι σε στερητική της ελευθερίας ποινή για έγκλημα δόλου που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.
Τι γίνεται στην περίπτωση όπου αποδειχθεί ότι ο καταδικασθείς δεν είχε της προϋποθέσεις για να λάβει την αναστολή:
Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.
Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη, για έγκλημα που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η ποινή που επιβλήθηκε με μία (1) ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά το ένα (1) έτος, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.
Με τον ισχύοντα πλέον ποινικό κώδικα προκύπτει ευκρινώς μια γενικευμένη και άκριτη αυστηροποίηση, η οποία οδηγεί στην φυλακή ακόμα και για χαμηλής απαξίας πλημμελήματα.
Για το λόγο αυτό, καθίσταται πλέον ΑΝΑΓΚΑΙΑ, η υποστήριξη του κατηγορουμένου, ακόμη και για ελαφρά πλημμελήματα από έναν έμπειρο ποινικολόγο για την αναστολή της ποινής και εν γένει για τη διακοπή της ποινής από τον κίνδυνο εκτέλεσης της. Η σωστή υπερασπιστική γραμμή σε συνδυασμό με την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση ενός καλού ποινικολόγου στην Αθήνα, ο οποίος θα εντοπίσει και θα καταδείξει τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα προς όφελος του κατηγορουμένου, είναι η βάση μιας επιτυχημένης έκβασης της υπόθεσης.
Συναφώς, η επιχειρηματολογία ενός έμπειρου ποινικολόγου σχετικά με το διαχρονικό δίκαιο, ήτοι του ζητήματος της εφαρμογής στην κάθε υπόθεση της ευμενέστερης νομοθεσίας κατ΄άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα υπέρ του κατηγορουμένου, αποτελεί το σημαντικότερο όπλο του κατηγορουμένου, ώστε στην περίπτωση του, να μην ισχύσουν οι περιορισμοί οι οποίοι εισήχθησαν με τον νέο νόμο (έναρξη ισχύος από 01.05.2024) και έτσι, η όποια επιβληθείσα ποινή να ανασταλεί ανεξαρτήτως προϋποθέσεων και περιορισμών.
Το δικηγορικό μας γραφείο, με τη μακροσκελή διαχείριση ποινικών υποθέσεων πάσης φύσεως, με τους έμπειρους και εξειδικευμένους συνεργάτες που το πλαισιώνουν και με επικεφαλής την ποινικολόγο Αναστασία Β. Κερχανατζίδου, υπ Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, αναλαμβάνει υπεύθυνα και αξιόπιστα τη υπεράσπιση των εντολέων του σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία. Στόχος μας είναι η διαφύλαξη και πιστή τήρηση των δικαιωμάτων των εντολέων μας και η αποφυγή άδικων ή άστοχων αποφάσεων σε βάρος τους. Ταυτόχρονα, μεριμνούμε για τη δικαίωση του παθόντος, δια της σύνταξης μηνύσεως – εγκλήσεως, για τελεσθέντα σε βάρος των εντολέων μας, παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας και της σύνταξης αγωγών διεκδίκησης σχετικής αποζημίωσης. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 210 5155994, 211 0131115, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.